-
1 γέλγη
Grammatical information: n. pl.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: No etymology. Hardly to γέλγις.Page in Frisk: 1,295Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γέλγη
-
2 ἄτρακτος
ἄτρακτος, ὁ (Plut. qu. Rom. 31 steht ἠλακάτην καὶ τὴν ἄτρακτον schwerlich richtig; de S. N. V. 22 steht οἱ ἄτρακτοι), 1) die Spindel, Her. 5, 12; Plat. Polit. 281 e u. Folgde; πολυλινής Archi. 11 (VI, 39); Ἀνάγκης Plat. Rep. X, 616 c; übh. worum sich etwas dreht. – 2) Pfeil, von der ähnlichen Gestalt, Aesch. frg. 116; Soph. Phil. 290 Tr. 711; ἀτράκτων τοξόται Eur. Rhes. 312; auch in Prosa; Thuc. 4, 40 steht aber bei τὸν ἄτρακτον – λέγων τὸν ὀϊστόν, also vielleicht lakon.; vgl. ἠλακάτη. – 3) nach Poll. 1, 91 der oberste Theil der Segelstange.
См. также в других словарях:
οικουρία — η (Α οἰκουρία) [οικουρώ] νεοελλ. παραμονή στο σπίτι, ιδίως λόγω ασθένειας αρχ. 1. η φύλαξη και η επιμέλεια τού σπιτιού 2. (για γυναίκες) η διαμονή στο σπίτι («ἔκειτο δὲ πάλαι καὶ σανδάλια καὶ ἄτρακτοι τὸ μὲν οἰκουρίας αὐτῆς, τὸ δὲ ἐνεργείας… … Dictionary of Greek
αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… … Dictionary of Greek
νηματουργία — Οι διαδοχικές αναγκαίες επεξεργασίες που υφίστανται οι νιφάδες ινών (δηλαδή ίνες περιορισμένου μήκους, το πολύ 200 250 χιλιοστά) για να μετατραπούν σε ελαστικά και ανθεκτικά νήματα. Το νήμα μπορεί να θεωρηθεί ως κυλινδρικό σύμπλεγμα ινών με… … Dictionary of Greek
σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… … Dictionary of Greek